- νωλεμές
- νωλεμέςwithout pauseindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νωλεμές — (Α) επίρρ. 1. χωρίς διακοπή, αδιαλείπτως, συνεχώς 2. με σταθερό τρόπο, ακλόνητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για σύνθ. λ., το α συνθετικό τής οποίας είναι το στερητ. πρόθημα νη *, ενώ το β συνθετικό παραμένει άγνωστο. Κατά μία άποψη, το β συνθετικό… … Dictionary of Greek
νωλεμέως — νωλεμές without pause indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
lem-1 — lem 1 English meaning: to crush; fragile Deutsche Übersetzung: “zerbrechen; zerbrochen, weich” Material: Gk. νωλεμές, έως “ fatigueless “, maybe from “not zusammenbrechend”, due to eines with preposition o refined *ὄ λεμος n. *ὀ… … Proto-Indo-European etymological dictionary
νωλεμέως — (Α) [νωλεμές] επίρρ. 1. συνεχώς, αδιαλείπτως 2. καρτερικά («ἀρχοὺς λισσομένῳ τηλεκλητῶν ἐπικούρων νωλεμέως ἐχέμεν», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek